- εγγυούμαι
- εγγυήθηκα, εγγυημένος1. δίνω εγγύηση, γίνομαι εγγυητής.2. βεβαιώνω κάτι υπεύθυνα, είμαι υπεύθυνος για κάτι: Εγγυούμαι ότι θα μας φιλοξενήσουν εγκάρδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.